- λῄτειρα
- λῄτειρα, ἡ, öffentliche Priesterin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] … Dictionary of Greek
λῄτειραι — λῄτειρα public priestess fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)